πληρώνω — πλήρωσα, πληρώθηκα, πληρωμένος 1. δίνω το αντίτιμο, το χρέος ή την αμοιβή: Σήμερα που είχαμε χρήματα πληρώσαμε το χρέος μας, τα πράγματα που αγοράσαμε και τον εργάτη που μας δούλεψε. 2. μτφ., ανταποδίδω, τιμωρώ: Να του το πληρώσει ο Θεός. 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πληρωσάσης — πληρωσά̱σης , πληρόω make full aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώσας — πληρώσᾱς , πληρόω make full aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώσασα — πληρώσᾱσα , πληρόω make full aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώσασαι — πληρώσᾱσαι , πληρόω make full aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώσασαν — πληρώσᾱσαν , πληρόω make full aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώσασι — πληρώσᾱσι , πληρόω make full aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώσασιν — πληρώσᾱσιν , πληρόω make full aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek